ρουτίλιο

ρουτίλιο
το, Ν
(ορυκτ.) μία από τις τρεις μορφές, η πιο άφθονη που απαντά στη φύση, τού ορυκτού οξειδίου τού τιτανίου και που κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Rutile < λατ. rutilus «ερυθρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • θορίτης — Ορυκτό του θορίου. Δημιουργείται μετά από αποσάθρωση του πυριτικού θορίου (ThSiO4). Κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα και είναι ισόμορφο με το ζιρκόνιο, το ρουτίλιο και τον κασσιτερίτη. Απαντάται στη Νορβηγία. Δείγμα του ορυκτού θορίτη, από… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… …   Dictionary of Greek

  • τιτάνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ti· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 22, ατομικό βάρος 47,90 και 5 σταθερά ισότοπα. Δεν βρίσκεται ελεύθερο στη φύση, αλλά είναι αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… …   Dictionary of Greek

  • ιλμενίτης — Ορυκτό του τιτανίου (τιτανικός σίδηρος) με χημικό τύπο Fe(ΤiΟ3).Συχνά περιέχει προσμείξεις οξειδίων του σιδήρου, του μαγγανίου και του μαγνησίου. Κρυσταλλώνεται στη ρομβοεδρική τάξη του τριγωνικού συστήματος. Έχει μαύρο χρώμα, με μεταλλική λάμψη …   Dictionary of Greek

  • λαζόνλιθος ή λαζουλίτης — Ορυκτό φωσφορικό άλας του αργιλίου, μαγνησίου και σιδήρου, του τύπου (Mg,Fe2)Al2(PO4)2(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινέςσύστημα σχηματίζοντας διπυραμιδικούς κρυστάλλους με βαθύ κυανό έως κυανόλευκο χρώμα. Η ονομασία του προέρχεται από τη… …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνικό σύστημα — Μία από τις 7 υποδιαιρέσεις της κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει τα ορυκτά, των οποίων οι κρύσταλλοι χαρακτηρίζονται από 3 άξονες σε ορθή γωνία, με τις 2 από τις 3 θεμελιώδεις παραμέτρους ίσες μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό στοιχείο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”